|
ο 1) филос. прагматизм; 2) реализм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прагматизм? — πραγματισμός как на (ново)греческом будет слово реализм? — πραγματισμός как с (ново)греческого переводится слово πραγματισμός? — прагматизм, реализм — μεσημβρινοδυτικός — ακατάτρεχτος — συγκυβερνώ — μυωπικά — περιβαλλοντικός — εκσάρκωμα — ξακοσαριά — βυθοκόρηση — ανακλώθω — ζευγολατιό — ωμοθεραπεία — λαϊκός — δεκαπενταυγουστιάτικος — απανθρωπιά — ανενδοίαστος — μουλάς — προμηνύω — φαρικός — καλό — μπογιατζίδικο — Γεωργιανός |
|||