|
с трудом проглатываемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово с трудом проглатываемый? — αγούλιαστος как с (ново)греческого переводится слово αγούλιαστος? — с трудом проглатываемый — οξυγονικός — σάγουλα — εξευτελισμένος — εβδομηκοστός — κερήθρα — βασταγός — αρτοποιός — ανθρωποσφαγία — ανιχνευτής — ολισθηρός — αναιρετήριος — αλωνοτόπι — βαφτώ — απομυθοποιούμαι — εγχειριστής — ξεκατινιάζω — αποφαίνομαι — ξυρίζω — οιωνίζομαι — κεφτές — πισωκώλωμα |
|||