|
η прорытие, прокапывание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прорытие? — διόρυξη как на (ново)греческом будет слово прокапывание? — διόρυξη как с (ново)греческого переводится слово διόρυξη? — прорытие, прокапывание — μπιζουτιέρα — μαζώνομαι — αλλοτροπία — υποθυρεοειδισμός — λούστρο — υφαλμυρότητα — μετάβαση — ναφθαλίνη — μοιρολάτρης — τουμπάρισμα — ράπτης — τυμπανισμός — διβόλισμα — σταχολόγημα — μπούκωμα — αντιβράχιον — καταπτοημένος — αριστερόθεν — στάθμη — παραλής — αστροφεγγιά |
|||