|
ο мин. кальцит, известковый шпат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кальцит? — ασβεστίτης как на (ново)греческом будет слово известковый шпат? — ασβεστίτης как с (ново)греческого переводится слово ασβεστίτης? — кальцит, известковый шпат — εθνολάτρης — παλιόρουχο — χουβορνταλίκι — εγκιβωτίζω — ολοκαύτωμα — μαστρολογώ — ακτινοβόληση — μελάτος — προαίσθημα — παρασούσουμος — παράγωγο — μορταρία — βλαστοφόρος — κλητός — ολόπλευρος — κερασύ — κοινωφελία — πεπτικός — αλατοποιήσιμος — καρβουνιασμένος — πεθαμένος |
|||