|
το хим. этан #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово этан? — αιθάνιον как с (ново)греческого переводится слово αιθάνιον? — этан — αυτοενέργεια — μπατσικό — κοχλιοστρόφιο — συκωταριά — χαρτοδεμένος — συγκρίσιμος — φανταρία — σύρμα — Αγαθάγγελος — καθορευουσιάνα — πλάτανος — κοπρανολογία — λεπτοφυής — κανονάρχημα — εύδρομος — πεταυρίζω — χιλιοστημόριον — ζηλόφθονος — ρεβανσίστας — κλωτσοπατώ — χασαπομάχαιρο |
|||