|
1. коллоидный; 2. (τό) коллоид #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коллоидный? — κολλοειδής как на (ново)греческом будет слово коллоид? — κολλοειδής как с (ново)греческого переводится слово κολλοειδής? — коллоидный, коллоид — λαδωτήρι — επαναστατικότητα — αγοήτευτος — αρκώ — μηλολάνθη — Αλγερίνος — ψάχαλο — λογού — παραπονιέμαι — στρόφαλο — βλημάτοφόρος — βρίζω — δημοσιογραφώ — ξεφουσκωμένος — λιοτριβάρης — πραότητα — καταιονισμός — σμαραγδίτης — ξώπασχα — ανεβαίνω — καρποφάγος |
|||