|
ясно, чётко #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σαφώς? — — βωλοστροφω — υπαίθριος — κοινοτικός — προσγείωση — κουφά — ορειβασία — κρασπέδωση — ομίχλη — Ισλανδός — ερασιτέχνισσα — ημισκιά — τραγουδιστός — σκακκιστής — κατισχύω — ενωμοτάρχης — βοσκηματώδης — γέλως — καρδούλα — φώσων — αλαργεμός — υπογεγραμμένη |
|||