|
крыть черепицей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крыть черепицей? — κεραμιδώνω как с (ново)греческого переводится слово κεραμιδώνω? — крыть черепицей — εντολεύς — παρασκευή — αυτοδιδαχή — καπριτσιόζος — αποκαλύπτω — πλευρά — φώτισμα — παρασιτοκτόνος — δορυκτησία — λευκόλιθος — φρικασσέ — δυσοσμία — βρόχος — Θεσσαλός — θερμιδομετρικός — διάληψη — συνεύρεση — κατέχων — παραφωτίς — τσιγαράκι — θερίζω |
|||