|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναπτυσσόμενος? — — βεβηλωμένος — λιγόφαγος — πρόθεση — ξεσφίγγομαι — περιγενόμενοι — εμπρόσθιος — κολοβός — κουρελόχαρτο — διαπορούμαι — εγκωμιογράφος — ισχυροί — αρτοποιείο — εξιδιασμένος — γιακέττα — λειχηνόμορφος — εξορκισμένος — μηλικός — απαρταμέντο — υδροθεραπευτήριο — κορόμηλο — πτητικός |
|||