|
η вяжущее свойство (лекарства) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вяжущее свойство? — στυφτικότητα как с (ново)греческого переводится слово στυφτικότητα? — вяжущее свойство — ιδανικότητα — νομιμόφρων — πλειστηριασμός — ψυχολάτρισσα — ασπρογαλάζιος — δεκατετράστιχο — διεθνοποιώ — βουτυρώδης — αστραποκαμένος — εξαδάκτυλος — λουλάκιασμα — εφελκύω — καλπονόθεψη — οικότροφος — φιλοξενούσα — τρελλά — αλμπατρος — εθελοθυσίο — βάσταξ — χυδαιότητα — συλλογισμός |
|||