|
το шумовка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шумовка? — ξαφριστήρι как с (ново)греческого переводится слово ξαφριστήρι? — шумовка — λιβανιστήρι — δεξιόκωπος — κατατρύχω — επιτρόπευση — μονοκομματικός — πικραμυγδαλιά — χρυσοποικιλτική — σουρτουκεύω — δογκιχωτικός — οξείδωση — αψευδής — κωλόκουρο — διάλεκτος — ενώνομαι — βραχιολάκι — παύλα — μέλλον — Άμμων — ισοϋψής — πανηγυρτζής — αποκλείνω |
|||