|
1. шагом; πηγαίνω μέ τό άλογο — ехать шагом на лошади; 2. (τό) спорт. ходьба #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шагом? — βάδην как на (ново)греческом будет слово ходьба? — βάδην как с (ново)греческого переводится слово βάδην? — шагом, ходьба — ξεκοτσάρω — συρματόσχοινο — ραχατιλίκι — γναφεύς — λεμφαγγείο — λόγος — αρρίνιστος — αιολικός — μπεζερίζω — συνυποσχετικό — σαπωνοποιία — διαβούλιο — φασισταράς — υπερωρία — κεκλημένος — αδερφικάτα — μιμητικότητα — σινάπισμα — μισανοιχτός — βράβευση — τεχνοκρατικός |
|||