|
το вытирание (губкой); протирка (чем-л. стёкол и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вытирание? — σπόγγισμα как на (ново)греческом будет слово протирка? — σπόγγισμα как с (ново)греческого переводится слово σπόγγισμα? — вытирание, протирка — λεπριάζω — διαφθορεύς — συμβιβασμένος — ημίπτωτος — συγχρονισμός — ελπιδοφόρος — εκκοκκιστικός — αστιγματισμός — μαραθόσπορος — δακτυλογραφικός — σηκός — κωλοβαράω — καρδιοστάλαχτος — διπόντο — απτέρωτος — αναληπτέος — μένω — γενναιοφροσύνη — ναυτιώδης — μονήρης — αποκατασταίνω |
|||