|
заклёпывать, клепать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заклёпывать? — γυρώνω как на (ново)греческом будет слово клепать? — γυρώνω как с (ново)греческого переводится слово γυρώνω? — заклёпывать, клепать — εξωλέμβιος — δωδεκαπλος — διαστρεμμένος — τραμπάλα — χειρουργώ — έλμινς — αυτογνωσία — κόκκινο — βιδωτός — συνταράσσω — ανθοβόληση — μεζεκλίκι — μεσόπορτα — αποβίβασμός — ενδοκρινολόγος — επίξανθος — εκλελυμένος — διφθογγοποίηση — ψηλοκρατιουμαι — εκθετικός — χρεωλυσία |
|||