|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναιρέτης? — — βουζιά — πεντάπλευρος — τσάκωμα — δυνατά — σιδηροτεχνία — πουκαμίσα — δεματού — αχρειολόγα — βαθέως — πινακοθήκη — μυρρόλη — καλλιστεία — αμεσολάβητος — υπεροπτικός — τρυπητός — αρπακτικός — ιδεογραφίο — χαλυβοβιομηχανία — θεμελιωτής — οινοποίηση — ξενύχτημα |
|||