Новогреческий словарь




ασφυκτικά

ασφυκτικά
битком набитый;
          ~ γεμάτη αίθουσα — битком набитый зал


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово битком набитый? — ασφυκτικά
как с (ново)греческого переводится слово ασφυκτικά? — битком набитый


#(ново)греческий словарьμαγιολικήπεριγέλασμααερομετρητήςιμπρεσάριοςυποταγήοππορτουνιστήςκαρροποιόςαλλούολίγουπαρκτόςκαταδικαστικόςπροστυχεύωκοζάκαπεριστέλλωσακάτικοςαλικήδιφθερίτιδαύπαιθροςμυλίτηςιατρόσημονθολούρα


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω