|
битком набитый; ~ γεμάτη αίθουσα — битком набитый зал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово битком набитый? — ασφυκτικά как с (ново)греческого переводится слово ασφυκτικά? — битком набитый — χαλύβωση — βλαστογένεσις — κοψομεσιάζω — ερίνωση — φλεγμαίνω — ασυσσώρευτος — κλειδοποιός — κεραυνοβόληση — περίφραση — διαπαρθένευση — πλατυρρημοσύνη — καταθορυβουμαι — πρόστιμο — εκναύλωση — κοπίς — παρέκβαση — φουσκιάζω — καλωδιωμένος — προφυλακισμός — τρελάρας — θίγω |
|||