|
το нефть; φωτιστικό ~ — керосин; ακάθαρτο ~ — мазут; τά ~αια или κοιτάσματα ~αίου — нефть, залежи нефти, нефтяные залежи; υποπροϊόντα ~αίου — нефтепродукты; αγωγός ~αίου — нефтепровод; διυλιστήριο ~αίου — нефтеперегонный завод; η βιομηχανία εξόρυξης ~αίου — нефтедобывающая промышленность; ο εργάτης βιομηχανίας ~αίου — нефтяник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нефть? — πετρέλαιο как с (ново)греческого переводится слово πετρέλαιο? — нефть — μάνιασμα — αγαπησιάρης — γλυκόφως — κουντρίζω — παπαδίστικα — χαμαλίκι — αδραξιά — εκφράζω — τουρκοπούλα — γύμναση — θηριώδης — δίγαμος — υπομονεύω — αρνησιδοξία — μαγευτής — ματιάζω — βουνοπλαγιά — φαινασετίνη — μπερμπαντάκος — καρυδόλαδο — χρωμολιθογραφικός |
|||