|
мор. морской хронометр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово морской хронометр? — στιγμόμετρο как с (ново)греческого переводится слово στιγμόμετρο? — морской хронометр — αερογέφυρα — ενοργάνωση — κρούση — δυσεκπλήρωτος — αναποδογυρίζω — μαλλί — φουμέρνω — μεγαλουσιάνος — θαλασσοπνίχτης — αντιμεθαυριανός — πάγωμα — αντεπαναστάτρια — ανεμόσυρμα — αλλοφθαλμία — εξηναγκασμένος — αφίλιωτος — παράτυπος — βλαχαντερό — επίδειξη — παλιογυναίκα — αρμάζω |
|||