|
(-εως) η мед. цирроз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цирроз? — κίρρωση как с (ново)греческого переводится слово κίρρωση? — цирроз — χοινίκη — επεισοδιακός — Αυστρία — νερόφιδο — διχτάτος — προπρύτανις — απλός — αμφορέας — αποσπερίς — τηλεπαθητικός — υδροφιλικός — καράφλας — ηλιόλουστος — ξεθύμασμα — κουλλαμάρα — ακροβούνι — αξιότητα — σταμνί — ανακουνώ — θερμοπαραγωγός — μοναρχισμός |
|||