Новогреческий словарь
ηλεκτρογόνος
ηλεκτρογόν|ος
производящий электроэнергию
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
производящий электроэнергию
? —
ηλεκτρογόνος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ηλεκτρογόνος
? — производящий электроэнергию
#
(ново)греческий словарь
—
φασιστής
—
δίωτος
—
δεκαεπταπλάσιος
—
στομαχοδυνία
—
ξεμούδιασμα
—
νομιναλίστρια
—
μαστοφόρα
—
αμνοφαγία
—
ηθικοδιδάσκαλος
—
ανάφαγος
—
μηλιόνι
—
εφάπαξ
—
ουρολοίμωξη
—
φούμο
—
παρακυλάω
—
δαντελλάδικο
—
φλεβόστρωμα
—
πορτάκι
—
γλωσσοκοπία
—
εντεροτομία
—
πληχτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве