|
ο 1) позвонок; 2) архит. барабан (колонны) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово позвонок? — σπόνδυλος как на (ново)греческом будет слово барабан? — σπόνδυλος как с (ново)греческого переводится слово σπόνδυλος? — позвонок, барабан — τηλεφωνώ — δρομομετρώ — ασκητής — διαλλάττομαι — μαστίγωση — επιδημικός — περισφίγγω — ψυχομαχώ — αποκυλιούμαι — κονσόρτσιουμ — απολυμαντήριο — κίρρωσις — αναλφαβητισμός — μυώ — πτωχαλαζονεία — αορτήρας — υπάρχω — μετατοπισμένος — βούλλα — εξάντληση — φουκαρατζίκος |
|||