Новогреческий словарь
σπείραμα
σπείραμα
το 1)
спираль
;
2)
свиток
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
спираль
? —
σπείραμα
как на
(ново)греческом
будет слово
свиток
? —
σπείραμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
σπείραμα
? — спираль, свиток
#
(ново)греческий словарь
—
σανιδάς
—
ζευκτήρας
—
ασπροκίτρινος
—
στεριανός
—
στροφός
—
μηδαμινότητα
—
Μαυρογιάννης
—
υπέρτατος
—
συγκαμένος
—
υλοζωικός
—
θρυμματίζω
—
παραμαγνητικός
—
καστανέων
—
υποπλάτιος
—
καταφάνερος
—
νοικοκυροσύνη
—
συγγενόδι
—
δομένος
—
εξωδίκως
—
εξουσία
—
σταδιομετρία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве