|
το менуэт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово менуэт? — μινουέττο как с (ново)греческого переводится слово μινουέττο? — менуэт — γιουχαϊσμός — αποσχίζομαι — κίρρωσις — αργοφυσώ — χείλος — αλλωστε — ατελώνιστα — μπριγιαντίνη — κανελλής — αποκλήρωση — χειροπέδη — μακαρίζω — λάσσο — εκκλησιασμός — γούργουλας — ενωμόταρχος — διακεντώ — δυναμικά — αποτυγχάνω — ξεμούδιασμα — κολοκυθόσπορο |
|||