|
1) теплотворный; ~όν σώμα — теплотворное тело; 2) хим. эндотермический; ~ή αντίδραση — эндотермическая реакция #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово теплотворный? — ενδοθερμικός как на (ново)греческом будет слово эндотермический? — ενδοθερμικός как с (ново)греческого переводится слово ενδοθερμικός? — теплотворный, эндотермический — τεταμένος — εμποροναύτης — συμβολική — υποχείριος — δικαιωματικός — επανειλημμένος — ατρωσία — οστεοβλάσται — διαφράσσω — μπόρ — γοφάρι — αισχρός — νιτρογλυκερίνη — αντιικός — εκτελεστής — γλυπτός — θαλασσίτσα — ψαθοποιός — εγγυητήριος — αναισθητοποιούμαι — υπνογονία |
|||