|
το 1) военная хитрость; 2) перен. хитрость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово военная хитрость? — στρατήγημα как на (ново)греческом будет слово хитрость? — στρατήγημα как с (ново)греческого переводится слово στρατήγημα? — военная хитрость, хитрость — ακολάτσιστος — καλησπερούδια — οπλοδιορθωτής — αριθμομάντης — λουμίνι — καλογραία — κατάπληχτος — εκδορέας — ισάξια — αιματώνω — θρησκευτικός — πλεονέχτης — κολαστικός — σέλλωμα — ξεστυλώνω — σιφονιέρα — μονογαμία — κιτρινάδι — εφαρμοστής — αφάρμακος — αντιμεθαυριανός |
|||