Новогреческий словарь
κατα-
κατα-
(καθ-) приставка, означ. :;
1) движение вниз:
καταρρίπτω; —
;
2) противодействие или враждебность:
καταψυσώ, καταπολεμώ; —
;
3) усиление:
καταγάλανος, καταθλίβω —
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατα-
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σιωπητήριο
—
αρχιναύορχος
—
ηδύοσμον
—
αποφράττω
—
χοροδιδασκαλία
—
γενεσιουργία
—
Σκανδιναυή
—
πανάλαφρος
—
αλιάνιστος
—
δευτερόγαμος
—
ιατός
—
στένω
—
περιτονίτιδα
—
ύπανδρος
—
θάμασμα
—
χαλκόχρους
—
τετρασύλλαβος
—
συμποσιαστικός
—
αμφίπυλος
—
συνημμένως
—
εριον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве