|
ο, η преступник, преступница; ~ πολέμου — военный преступник; τύπος ~ου — уголовный тип #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово преступник? — εγκληματίας как на (ново)греческом будет слово преступница? — εγκληματίας как с (ново)греческого переводится слово εγκληματίας? — преступник, преступница — νήνεμος — ανεπανόρθωτος — διαφορά — ακρότμητος — τράχηλος — αντιχαριστικός — αγριοβαλανίδι — ολόμπροστα — πρασόφυλλο — αφαίμαξη — γιορταστής — άτρητος — κανελλόχρους — λεπριώ — ιερατείο — βλυσίδι — ζυγολόγιο — πιανόλα — προφαντός — ανεμορούφουλας — άλσος |
|||