|
доиться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доиться? — αρμέγομαι как с (ново)греческого переводится слово αρμέγομαι? — доиться — πενθήμερο — χαλκοκασσίτερος — μονοθεΐα — λίψ — πρωτεξαδέρφισσα — ξανάστροφα — γούμενος — ιδεολογικός — σκορδοφαγία — διακόσιοι — βασανιστήριο — μπλουγούρι — δακρύβρεχτος — κουτσουλίζω — μαίευση — κάλλος — καλόπιασμα — αρτοθήκη — ακωμώδητος — ξεκαμωμός — σλαυολόγος |
|||