|
(γεν. τριχός) η волос #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово волос? — θρίξ как с (ново)греческого переводится слово θρίξ? — волос — μανιβέλλα — ψυχαρούδα — κομμάτια — ταλιράκι — απαλλαξίδι — εναντιώνομαι — μπεκροκανάτας — τοματιά — ξεκαπάκωτος — Μαργαρίτα — άλκαλι — Πόντιος — τουμπάνιασμα — αναλλαξιά — γεβεντίζομαι — ιρίδιο — εδεδώ — φωτοχημεία — διαφωνώ — σύγκαμα — βεργινάδα |
|||