Новогреческий словарь
σαβούρρα
σαβούρρα
η 1) прям., перен.
балласт
;
2)
барахло, хлам
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
балласт
? —
σαβούρρα
как на
(ново)греческом
будет слово
барахло
? —
σαβούρρα
как на
(ново)греческом
будет слово
хлам
? —
σαβούρρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
σαβούρρα
? — балласт, барахло, хлам
#
(ново)греческий словарь
—
ομοιοτέλευτο
—
ποδοκροτώ
—
ελαφρόλογος
—
στρατιωτικοποιημένος
—
πετσωμένος
—
στραγγιστήρι
—
εμπρησμός
—
θυρεοειδής
—
απεριόριστος
—
αμφικάλυμμα
—
κοσμολογία
—
επαναφορέας
—
συστηματοποίηση
—
αράφι
—
στρατώνας
—
ακαρίκωτος
—
αδήν
—
αντισυνιστω
—
μπήχτης
—
θείο
—
άφθονος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω