αλεξιβάσκανο

формы словаβ
αλεξιβάσκανο



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αλεξιβάσκανο? —


τιθασσευτικόςαντιπαραδίδωασπιδοειδήςφλεβαρήσιοςαποκρατικοποιούμαιέκπτωτοςμονωτήςδημεγέρτηςεκφαυλίζωγιαραντίζωστοιχείοομωνυμίααποστάφυλασκωληκοειδικόςπαλληκαρίστικοςγαβάθισμαμαξιμαλισμόςυδρογέφυραστραγγαλίζωαραδαριάχλευαστικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit