|
ругаться, браниться (с кем-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ругаться? — βρίζομαι как на (ново)греческом будет слово браниться? — βρίζομαι как с (ново)греческого переводится слово βρίζομαι? — ругаться, браниться — μαρμαροδουλειά — ένδικος — ξαναζωντανεύω — υδροτεχνική — κνύζα — πανεριά — κανονάρχης — τριίστιος — μοσκοκερητιά — ξαναμμένος — άσβεστος — γεωπονικός — χέζου — διαλλακτικός — αναδέχομαι — πλισσάροι — τσαμπούνημα — σάλιαγκας — αμούργα — αχυροκόπι — ροβολώ |
|||