|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρβελάκι? — — κατρακυλιστός — ηλεκτροπαραγωγικός — φωσγένιο — ξεντέρισμα — σημειωτέος — παρόργιση — λαμάζω — συστρέφω — κάστορας — λιγόστεμα — μνεία — κοντράτο — αγουρούτσικος — ιρανικός — άβυσσος — χυμώδης — Κροατία — γραφομηχανή — δυσαρέσκεια — ραντιστικός — γνεψιά |
|||