Новогреческий словарь
γουνίτσα
γουνίτσα
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
γουνίτσα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
άναρχος
—
σκάρφί
—
λιάζω
—
βρυχάζω
—
συμπυκνωτικός
—
φτώχεμα
—
αγνωμιά
—
καπελειό
—
υπερδιεγερσιμότητα
—
πανωλόβλητος
—
αχνοτρέμω
—
μαλάκας
—
μετενσαρκώνομαι
—
βουκίτσα
—
ανελεύθερος
—
επιφάνεια
—
πετιέμαι
—
θεωρία
—
ξεψυχισμένα
—
οκαζιόν
—
λατρεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве