|
генераторный; ~ή μηχανή — динамо-машина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово генераторный? — δυναμοηλεκτρικός как с (ново)греческого переводится слово δυναμοηλεκτρικός? — генераторный — μορφωμένος — μυγάκι — κύβος — ενούρησις — κιγκλιδωτός — λογάδι — κουφάλα — ραδιοεπικοινωνία — στειροβότανο — φαιλονι — συνδιοικώ — αμήχανος — λουλουδώ — Τουρκά — εδικτον — πριονίζομαι — σοβατεπί — αντικλείδι — ρεματιά — πεντηκοντούτης — ορεινός |
|||