|
соперничать в честолюбии #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово соперничать в честолюбии? — αντιφιλοδοξώ как с (ново)греческого переводится слово αντιφιλοδοξώ? — соперничать в честолюбии — αλεξιθόρυβος — διέκχυση — σουρτορόλα — καρδιοπάθεια — ζωοποίηση — καταβοσανίζω — μετρούμαι — εμπειριοκρατικός — απαράδοτος — μαντιλάκι — ελκώδης — σιδέρωμα — πανηγυρισμός — αυτοκρατορία — γίγαντας — τυμπανιστής — μετεκπαιδεύομαι — σπορευτός — τρικινητήριος — εγκαινιάζω — μελτεμάκι |
|||