|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σβωλαράκι? — — καμινευτικός — διαφορικό — απροκοπία — ερμηνευμένος — διαμονητήριος — αραχνένιος — αρπαστικός — διαβίβαση — διερευνώ — αποσάπισμα — κουρνάζος — ανθυπνωτικός — αλιάδα — τρυφώ — ξεμαύλισμα — κοντάκι — επώμιον — λούπα — χαρτοδετώ — δύσκολος — ξηρασία |
|||