Новогреческий словарь
βιωσιμότητα
βιωσιμότητα
το 1)
жизнеспособность
;
2)
осуществимость
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
жизнеспособность
? —
βιωσιμότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
осуществимость
? —
βιωσιμότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
βιωσιμότητα
? — жизнеспособность, осуществимость
#
(ново)греческий словарь
—
χειροβίοτος
—
πουτανίζω
—
πρόληψη
—
φωτοτσιγκογραφία
—
βερνικωμένο
—
καρδιοπνευμονικός
—
γρασίδι
—
πήττα
—
ασπόνδυλος
—
ασκληραγώγητος
—
αποθεματικό
—
μασουλώ
—
τριχόπτωση
—
εξωσυζυγικός
—
ξεθυμώνω
—
ολίγον
—
χρωστήρας
—
αμελκτικός
—
αισθητότης
—
υποσιτίζομαι
—
αντικαπιταλιστικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве