|
ο турист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово турист? — τουρίστης как с (ново)греческого переводится слово τουρίστης? — турист — φτωχοκαλύβα — κάσκα — μπουγατσάκι — αναμφισβήτητα — ελικοειδής — νεραϊδοπαίρνω — εσωτερικό — διαστραμμένος — εξορύσσω — πτώση — ανέλεγκτος — αποσβολωμένος — αντιβογγώ — αποκρουστικός — αβδελλώνω — αντιστέκω — υποφέρω — οφθαλμολογικός — περίδρομος — ανωνυμογράφος — εύορκος |
|||