|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ιρανικά? — — ευεπηρέαστος — ανατυλίσσω — μπούστο — πηγουνάτος — καράολος — σύγκαιρα — λειψανδρία — μπλοκέρνω — ιερότητα — φορτηγιδοφόρο — εμφυσητήρ — ιστοθέτις — αχούφτιαστος — συμβουλή — λιθοδομία — δέσμευση — κοιλόκερα — αναθαρρεμένος — αντιφλεγμονώδης — αί — άν |
|||