|
η прядильщица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прядильщица? — κλώστρια как с (ново)греческого переводится слово κλώστρια? — прядильщица — μηρυκάζω — κολτούκι — αποναρκωτικός — κακο- — Δωρόθεος — συγκλονίζομαι — όλως — ερεθίζω — μεγαλοφώνως — σκιάξιμο — αντίρραβδο — διαλφάβητος — νεροκολόκυθο — ασυναρμολόγητος — πρεζάκι — καπνεργάτισσα — νερόσκυλλο — μπάγκα — ταπεινά — καλάϊ — ωριμότητα |
|||