|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρρενογονικός? — — σμυριδεργάτης — προκαλώ — φονιάς — ικανοποίηση — ηχοβόλισις — μικρόκοκκος — συρματένιος — στόμαχος — παραχωρητήριο — θαμνοειδής — μουντζούρης — μισανοίγω — καταδικαστέος — ψυχολογούμαι — εγρετής — Ολλανδία — ποδοσφοιρικός — χωρατατζού — πλανεύω — εκφραστικός — ακαθόριστα |
|||