|
το фиорд, фьорд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фиорд? — φιόρντ как на (ново)греческом будет слово фьорд? — φιόρντ как с (ново)греческого переводится слово φιόρντ? — фиорд, фьорд — μερονύχτι — άτρητος — πολφώδης — εμπλοκή — δερματολόγος — γλισχρεύομαι — δαυλός — χλωροπικρίνη — μακρότητα — τμήση — αβυσσώδης — καλογερίστικος — φρενιασμένος — μακέλεμα — ξεκοιλιάζομαι — λιμώττω — μαγνησιούχος — κοινοποιώ — πνευμονολογικός — γιδαράς — έγκριση |
|||