|
η засов; βάζω τήν ~ — закрыть (дверь) на засов, задвинуть засов; βγάζω τήν ~ — открывать дверь; отодвигать засов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово засов? — αμπάρα как с (ново)греческого переводится слово αμπάρα? — засов — παραπλωτήρας — πονόματος — οπλίτης — Ευαγγελισμός — φιλοκτήμων — βουκολικός — συσχετισμός — Ανθεστήρια — καμάκισμα — αναίτιος — ξεκάλτσωτος — ευκολόσβηστος — βεβαίωση — υιοθεσία — ομοεθνής — θερμαγωγός — ογκόπαγος — συγκατηγόρημα — ρυζόνερο — παραλυσία — επισυνέβην |
|||