|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μηχανοποιώ? — — φρόντισμα — πέδηση — ανδρών — ρόβι — νεκροτομή — ξελιγουριάζομαι — κλινήρης — διακρίβωση — τρούμπα — εκχυδαΐζω — απογειώνομαι — προαποφαίνομαι — οινοπνευματόμετρον — ατλαντικός — μαλαγανιά — γρέμπανο — ανεξάλειπτο — δευτέρι — σπαρτοπλεκτική — λιανοκέρι — υδρόφυτο |
|||