|
το презерватив #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово презерватив? — προφυλακτικό как с (ново)греческого переводится слово προφυλακτικό? — презерватив — σερέτισσα — εγγυημένα — λαφροσειώ — δαιμονομανής — μακροβιότητα — σολιάζω — μισοκοιμούμαι — καταζήτηση — καύσος — κουδούνι — προπαιδειό — διαπασών — επίναυλος — επακουμβητήριον — μεταβλητός — οποσηδήποτε — νηφάλιος — ωτοσκοπία — γερακότσιχλα — βιζαβί — ελάτη |
|||