|
ο 1) недокорм; 2) недоедание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово недокорм? — υποσιτισμός как на (ново)греческом будет слово недоедание? — υποσιτισμός как с (ново)греческого переводится слово υποσιτισμός? — недокорм, недоедание — καταπόδι — διαπυίσκομαι — απολίθωση — πλύση — επιπλοκή — έπακρο — φονεύω — γυρωτικός — ψιλικατζίδικο — τράπουλα — αμμόλουτρο — ευθυδικία — βρούχος — μεδούλι — σιμωνία — δέσμιος — ανάλατος — βασκαίνω — γελαδήσιος — ασφυρηλάτητος — μούδιασμα |
|||