|
αόρ. от δέρ(ν)ω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έδειρα? — — ακρεβάτωτος — γλυφή — γκαντεμιά — συκολέβι — στομάχι — σπαρτικός — αμερόληπτος — αναχαράζω — εκπτόσσω — αγέρωχος — μπουκάλι — άφτιαχτος — πινακωτή — καταπίσινος — δάκνω — παλαντζάρω — δενδρύλλιο — χλώρη — χηνοτρόφος — σκαμνάκι — πρώτος |
|||