αειφορία

формы словаβ
αειφορία



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αειφορία? —


πτυελοδόχηανεμολογίαανοίκειοςαναλωθείςακονιστήριμονοπολικόςλιοκούκουτσονεβρόςζεστόμεταλλομάστευσηκατεξουσιάζωαρτίζωάγριοςεκδηλωτικόςγιορτινόςχοληφόροςέμφροντιςστρυμωξιάαμαξοπηγείοκαραϊβικόςαισθησιακός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit