|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αειφορία? — — πτυελοδόχη — ανεμολογία — ανοίκειος — αναλωθείς — ακονιστήρι — μονοπολικός — λιοκούκουτσο — νεβρός — ζεστό — μεταλλομάστευση — κατεξουσιάζω — αρτίζω — άγριος — εκδηλωτικός — γιορτινός — χοληφόρος — έμφροντις — στρυμωξιά — αμαξοπηγείο — καραϊβικός — αισθησιακός |
|||