|
(αόρ. απαλόγειρα) 1) слегка наклоняться; 2) вздремнуть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слегка наклоняться? — απαλογέρνω как на (ново)греческом будет слово вздремнуть? — απαλογέρνω как с (ново)греческого переводится слово απαλογέρνω? — слегка наклоняться, вздремнуть — αναβαπτιζόμενος — χοντροφτειαγμένος — σύχλωρος — σπερματοβλάστη — δηλητηριασμένος — φουχτώνω — δαφνιακός — σπανακόπιττα — τσούχτρα — ανθυποβρυχιακός — χαντακώνω — υποστύλωση — ελαιοδεκάτη — ακατάστατα — όρεξη — σιταρόσπορο — αμαύριστος — διοικών — κρίθινος — ακανθοειδής — διήκω |
|||